νηφαλέως

νηφαλέως
νηφαλέος
sanely
adverbial
νηφαλέος
sanely
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νηφαλέος — νηφαλέος, α, ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, έα, ον) 1. εγκρατής στο κρασί, νηφάλιος 2. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, συνετός. επίρρ... νηφαλέως (ΑΜ) με νηφάλιο τρόπο, με το μυαλό καθαρό, με σοβαρότητα, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”